αγιοδόχος

αγιοδόχος
η (ενν. θήκη)
συνήθως στον πληθ. οι αγιοδόχοι
θήκες όπου τοποθετούνται λείψανα αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + -δόχος < δέχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”